Kavala law office, kavala lawyers G.G. Law Office in Kavala

We are here to help You!

Απόφαση 2376/2004 ΠΛΗΜΜ ΚΑΒΑΛΑΣ

Απόφαση με αριθμό 2376/2004 ΠΛΗΜΜ ΚΑΒΑΛΑΣ
Παράβαση καθήκοντος και ψευδής υπεύθυνη δήλωση. Απαλλαγή από την κατηγορία ελλείψει δόλου ά κατηγορουμένου. Απαλλαγή από την κατηγορία λόγω πλάνης β΄κατηγορουμένου.

Αριθμός 2376/2004
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ
Συνεδρίαση της 4 Νοεμβρίου 2004Πρόεδρος Πρωτοδικών: -Πλημμελειοδίκης: -Αντεισαγγελέας: -Γραμματέας: -

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ

Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου ο κλητήρας του ακροατηρίου με εντολή του Προέδρου εκφώνησε τα ονόματα των κατηγορουμένων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν και όταν ρωτήθηκαν από τον Πρόεδρο για την ταυτότητά τους είπαν ότι ονομάζονται ............... όπως αναφέρεται παραπάνω και ο 1ος διορίζει συνήγορο για να τον υπερασπισθεί τον παρόντα δικηγόρο * *, ένώ ο 2ος διορίζει συνήγορο του τον παρόντα δικηγόρο Γεώργιο Γιαγκουδάκη.
(...)

Στο σημείο αυτό ο Πρόεδρος εξήγησε στους κατηγορούμενους τα δικαιώματατους και τους είπε να προσέξουν την κατηγορία που θα τους απαγγείλει η Εισαγγελέας, ότι μπορούν να προβάλουν κατά της κατηγορίας αυτής όλους τους ισχυρισμούς της, να κάνουν παρατηρήσεις κι ερωτήσεις μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα, ή την έρευνα οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου κι ότι θα απολογηθούν μετά το τέλος της αποδεικτικης διαδικασίας.

Η Εισαγγελέας πήρε το λόγο κι απήγγειλε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα που κοινοποιήθηκε στους κατηγορούμενους κι είπε ότι για την υπόθεση αυτή κάλεσε τους μάρτυρες που αναφέρονται κάτω από το κατηγορητήριο.

Ο κλητήρας του ακροατηρίου με εντολή του Προέδρου φύλαξε τα ονόματα των μαρτύρων αυτών από τους οποίους παρουσιάστηκαν οι 2ος, 3ος, 5ος, ενώ οι 1ος και 4ος δεν εμφανίστηκαν. Οι κατηγορούμενοι σε σχετική ερώτηση του Προέδρου δήλωσαν ότι δεν κάλεσαν μάρτυρα υπεράσπισης και δεν είχαν να παρατηρήσουν ή να εξηγήσουν οτιδήποτε για την κατηγορία.

Στο σημείο αυτό αφού ζήτησαν κι έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο οι συνήγοροι των κατηγορουμένων προέβαλαν τις πιο κάτω ενστάσεις - αιτήματα :

Συνήγορος 1ου κατηγορουμένου :

Α) Αίτημα αποβολής πολιτικής αγωγής διότι οι φερόμενοι ως παθόντες δεν ζημιώθηκαν αμέσως από τις ενέργειες του 1ου κατηγορουμένου, εφόσον τοεπίδικο αποτέλεσμα προέκυψε από απόφαση του ΑΣΕΠ.

Β) Ενσταση δεδικασμένου για το σκέλος 1Α της κατηγορίας, διότι έχει δικαστεί αμετάκλητα με την υπ` αρ. 895/1.4.2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Καβάλας για το ίδιο αδίκημα.

Συνήγορος 2ου κατηγορουμένου :

Αίτημα αποβολής της πολιτικής αγωγής, διότι :

1) Η έγκληση δεν απευθύνεται κατά του 2ου κατηγορουμένου, αλλά κατά του πρώην Δημάρχου . . . . και του Δ/ντη Δημαρχίας . . . .

2) Επι παραβάσεως διατάξεων άρθ. 8 και 22 παρ. 6 ν. 1599/86 που αποβλέπει στη προστασία του γενικού και όχι του ιδιωτικού συμφέροντος και προστασία έννομων αγαθών όχι φυσικών ή νομικών προσώπων αλλά του κοινωνικού συνόλου,ο πολίτης δεν νομιμοποιείται σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου, που φέρεται ότι προέβη σε ψευδή δήλωση προς αρχή με την υπεύθυνη δήλωση του άρθ. 8 ν. 1599/86, διότι η ζημία που τυχόν υπέστη αυτός από τις συνέπειές της δήλωσης αυτής είναι έμμεσες. Πολύ δε περισσότερο όταν το περιεχόμενο της υπέυθυνης δήλωσης δεν περιέχει ουδόλως αναφορά σε βάρος του πολίτη ο οποίος δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να αποβληθεί και η πολιτική αγωγή και για τη παράβαση καθήκοντος και πράξης παρ. 7 άρθ. 22 ν. 1599/86 διότι το έννομο αγαθό που προσβάλλεται είναι αυτό της καθαρής, ακέραιας και κανονικής διεξαγωγής της υπηρεσίας, δημόσιας, δημότικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Δηλαδή δεν προσεβλήθη κανένα ατομικό έννομο αγαθό των εγκαλούντων ώστε να υποστούν άμεση ζημιά και να έχουν έτσι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής και με το δεδομένο ότι έλαβαν μέρος σε διαγωνισμό με πολλούς συνυποψηφίους και την οριστική έκδοση των αποτελεσμάτων αποφαίνονταν το ΑΣΕΠ.

Επικαλούμαι και προσάγω σχετική νομολογία: αποφ. 354/1999 Εφ. Πατρών, απόφ. 1464/2000 ΑΠ. αποφ. 48/2003 ΑΠ. (με σύμφωνη πρόταση Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστ. Καπόλλα.)

Η Εισαγγελέας έλαβε το λόγο και πρότεινε να γίνει δεκτή η ένσταση δεδικασμένου για τον 1ο κατηγορούμενο και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη αυτού (λόγω δεδικασμένου) για τις υπό στοιχ. 1α και 1β πράξεις. Πρότεινε επίσης να γίνουν δεκτές οι ενστάσεις περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ως προς τις πράξεις που αφορούν τις υπεύθυνες δηλώσεις, ενώ πρότεινε να απορριφθούν οι ενστάσεις ως προς την παράσταση πολιτικής αγωγής, αναφορικά με την 1η πράξη (παράβασης καθήκοντος).

Ο πληρεξούσιος των πολιτικών εναγόντων ζήτησε να απορριφθούν οι ενστάσεις περί αποβολής της πολιτικής αγωγής.

Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων αφού έλαβαν το λόγο ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι πιο πάνω ενστάσεις τους.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα, παρουσία και της Γραμματέως, κατάρτισε την 2376/04 απόφαση του, την οποία ο Πρόεδρος αμέσως δημοσίευσε.

Η απόφαση αυτή έχει ως εξής :

Α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠΔ αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του δεν μπορεί να ασκηθείσε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη. Κατά δε την παράγραφο 3 του ανωτέρω άρθρου, αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από την με αριθμό 895/1.4.2003 ποινική απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Καβάλας, που προσκομίζεται και έχει ήδη καταστεί ....

Αμετάκλητη αποδεικνύεται ότι ο α` κατηγορούμενος έχει ήδη δικαστεί και αθωωθεί για τις υπό στοιχ. 1α` και 1β` πράξεις του κατηγορητηρίου με το οποίο παραπέμπεται. Συνεπώς, πρέπει το παρόν Δικαστήριο να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την παραπάνω απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Καβάλας για τις υπό στοιχ. 1α` και 1β` πράξεις αναφορικά με τον α` κατηγορούμενο.

Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 82, 67 ΚΠΔ και 914, 928, 932 ΑΚ προκύπτει σε δικαίωμα παραστάσεως ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία για την επιδίκαση αποζημιώσεως, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης προκληθείσας από αξιόποινη πράξη έχει μόνο ο φορέας του δικαιώματος το οποίο προσβάλλεται, ο οποίος ζημιώνεται κατά τρόπο άμεσο. Οι τυχόν προκύπτουσες έμμεσες συνέπειες από το αδίκημα σε βάρος του φορέα του δικαιώματος δεν καθιστούν αυτόν δικαιούχο αποζημιώσεως δεδομένου ότι η ζημία, αυτή είναι έμμεση. Ετσι επί παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 8 και 22 του Ν. 1599/1986, που αποβλέπει στην προστασία του γενικού καιόχι του ιδιωτικού συμφέροντος, (ο πολίτης) δεν νομιμοποιείται σε δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορούμενου που φέρεται ότι προέβη σε ψευδή δήλωση προς αρχή με την έντυπη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τουΝ. 1599/1986, διότι η ζημία που τυχόν υπέστη αυτός από τις συνέπειες της δηλώσεως αυτής είναι έμμεσες. Πολύ δε περισσότερο, όταν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης δεν περιέχει ουδόλως αναφορά εις βάρος του πολίτη, ο οποίος δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής (ΑΠ 48/2003 Ποιν. Λόγος 2003 Εφ. Πατρ. 354/1999 Ποιν. Δικ. 2001, 148). Συνεπώς, αναφορικά με το σκέλος της παράβασης των άρθρων 8 και 22 παρ. 6 του Ν. 1599/1986 δεν νομιμοποιούνται οι αιτούντεςνα παραστούν ως πολιτικοί ενάγοντες και αφού γίνουν δεκτές οι σχετικές αντιρρήσεις των κατηγορουμένων κατά της παράστασης αυτής πρέπει να αποβούνοι αιτούντες από την πολιτική αγωγή αναφορικά με την αξιόποινη αυτή . .

Γ) Κατά τις διατάξεις των άρθρων 259 ΠΚ και 63, 64 ΚΠΔ και 299, 914, 928, 932 ΑΚ προκύπτει ότι για την περίπτωση της αξιόποινης πράξης της παράβασης καθήκοντος συγχωρείται η παράσταση πολιτικής αγωγής από τον αμέσως ζημιωθέντα κατά του υπαλλήλου που διέπραξε την ζημιογόνο αξιόποινη πράξη (ΑΠ 1169/2002 Ποιν. Λόγος 2002/1302, ΑΠ 17/2002 Ποιν. Λόγος 2002/37). Συνεπώς οι σχετικές αντιρρήσεις κατά της παράστασης πολιτικής αγωγής αναφορικά με το σκέλοςτης αξιόποινης πράξης της παράβασης καθήκοντος θα πρέπει να απορριφθούν και να νομιμοποιηθεί η πολιτική αγωγή αναφορικά με το σκέλος της κατηγορίας που αφορά την αξιόποινη αυτή πράξη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας με παρόντες τους κατηγορουμένους 1) ........... και 2) ........, κατ. Καβάλας.

Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του 1ου κατηγορουμένου του ότι :

Στις ..........Καβάλας και κατά τους πιο κάτω χρόνους :

1) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος (άρθρα 98 και 259 ΠΚ.). Συγκεκριμένα, ενώ είχε προβεί ως Δήμαρχος του Δήμου............... στην πρόσληψη, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου, των . . . . . και . . . . για το χρονικό διάστημα από 1.6.1999 έως τις 31.1.2000 και του . . . . για το χρονικό διάστημααπό 2.8.1999 έως τις 31.1.2000, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 τουν. 2190/1994, στη συνέχεια και μετά το πέρας του ανωτέρω συμβατικού χρόνου παροχής της εργασίας τους την 1.2.2000 παρέτεινε σιωπηρώς τη διάρκεια αυτού μέχρι τις 31.5.2000, δεχόμενος της ομοίου είδους υπηρεσίες τους στο Δήμοκαι καταβάλλοντας σ` αυτούς αποδοχές με σκοπό να τους προσπορίσει ισόποσο παράνομο όφελος διότι η ανωτέρω παράταση ήταν εν γνώσει του παράνομη άκυρη, αφού έγινε σιωπηρά και η διάρκεια της συνολικής απασχολήσεως των ανωτέρω εργαζομένων στο Δήμο ξεπερνούσε το 8μηνο εντός συνολικού χρόνου 12 μηνών(με αφετηρία τις 31.5.2000 και προς τα πίσω), και

2) την 23.8.2000 προέβη στην πρόσληψη του . . . . . σε εκτέλεση της από 26.1.1000 αποφάσεως του Α` τμήματος του ΑΣΕΠ (αγνοούντος το ψεύδος των κατωτέρω υπευθύνων δηλώσεων), παρότι όφειλε να μην προβεί σ` αυτή, αφού γνώριζε ότι ο ανωτέρω εργαζόμενος είχε υποβάλλει ως δικαιολογητικά για την πρόσληψη του τις από 17.5.2000 δύο υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/86, των οποίων την υποβολή προέβλεπε το άρθρο 21 παρ. 11 του v. 2170/94 και η από 26.4.2000 ανακοίνωση προσλήψεως προσωπικού του Δήμου για την απόδειξη της ιδιότητας του ανέργου κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως και του είδους της απασχολήσεώς του το 12μηνο πριν την τελευταία ημέρα υποβολής των αιτήσεων, στις οποίες ο ανωτέρω εργαζόμενος βεβαίωνε εν γνώσει του αναληθώς και ψευδώς αντίστοιχα ότι "είχε εργασθεί ως οδηγός απορριμματοφόρου στην υπηρεσία του Δήμου . . . . . από την 1.8.1999 μέχρι την 31.1.2000" και ότι "ήταν άνεργος από τις 31.1.2000", αφού είχε εργασθεί, κατά τα ανωτέρω, από την 1.2.2000 έως τις 31.5.2000, στη συνέχεια δε, παρότι όφειλε να ανακαλέσει την ανωτέρω πρόσληψη, εξακολουθούσε να δέχεται τις υπηρεσίες του στο Δήμο μέχρι την 31.1.2001, καταβάλλοντάς του αποδοχές, με σκοπό να του προσπορίσει ισόποσο παράνομο όφελος, ζημιώνοντας συνάμα τον εγκαλούντα . . . . . (που ενώ εργαζόταν στη θέση του . . . . . ., εργάστηκε τελικώς με 4μηνη σύμβαση), καθώς και τον εγκαλούντα . . . . . . (του οποίου τη θέση κατέλαβε ο διαγραφείς από τον πίνακα επιλεχθέντων για 8μηνη απασχόληση, κατά τα ανωτέρω, . . . . . .).

Απορρίπτει αντιρρήσεις ως προς την παράσταση πολιτικής αγωγής, αναφορικά με την πράξη παράβασης καθήκοντος, και νομιμοποιεί αυτήν.

Δέχεται αντιρρήσεις ως προς την παράσταση πολιτικής αγωγής αναφορικά με τις πράξεις που αφορούν τις υπεύθυνες δηλώσεις, την οποία και αποβάλλει ως προς το σκέλος αυτών.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

Καβάλα, 4.11.2004

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

[Ακολουθούν καταθέσεις μαρτύρων, ανάγνωση εγγράφων και οι απολογίες των κατηγορουμένων.]

Ο Πρόεδρος ρώτησε την Εισαγγελέα και τους διαδίκους με τελευταίους στη σειρά τους κατηγορούμενους, αν θέλουν να κάνουν κάποια συμπληρωματική εξέταση ή εξήγηση και όταν αυτοί απάντησαν αρνητικά κήρυξε το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.

Η Εισαγγελέας πήρε και πάλι το λόγο και αφού ανέπτυξε την κατηγορία πρότεινε να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι.

Ο πληρεξούσιος των πολιτικώς εναγόντων ζήτησε να κηρυχθούνένοχοι οι κατηγορούμενοι και να επιδικαστεί ανάλογη αποζημίωση για την ηθική βλάβη των παθόντων πελατών του.

Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων πήραν τo λόγο και αφού ανέπτυξαν την υπεράσπιση ζήτησαν να κηρυχθούν αθώοι οι πελάτες τους.

Μετά από αυτά το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα με την παρουσία και της Γραμματέα κατάρτισε την 2376/04απόφασή του την οποία ο Πρόεδρος αμέσως δημοσίευσε.

Η απόφαση αυτή είναι η εξής:

Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν ένορκα στο ακροατήριο σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων και από την υπόλοιπη συζήτηση της υποθέσεως προέκυψαν τα ακόλουθα :

Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ «Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείταιμε φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει, την για το γενικότερο συμφέρον ομαλή και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας, συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράσης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α του ιδίου Κώδικα, και τέτοια θεωρείται και ο Δήμαρχος και ο Πρόεδρος της Κοινότητας, απαιτούνται :

Α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου,

Β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του και

Γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον.

Με την έννοια αυτή του υπηρεσιακού καθήκοντος, διαχωρίζεται αυτό από το απλό υπαλληλικό καθήκον, του οποίου η παράβαση άσχετα με τις κυρώσεις (πειθαρχικές κ.λ.π.) που μπορεί να συνεπάγεται δεν στοιχειοθετεί το από την παραπάνω διάταξη προβλεπόμενο έγκλημα για την ολοκλήρωση του οποίου απαιτείται και ο ειδικός δόλος, δηλαδή σκοπός του υπαλλήλου να προσπορίσει στον εαυτό του ήσε άλλον παράνομη ηθική ή υλική ωφέλεια, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Είναι δε παράνομη η ωφέλεια όταν δεν αποτελεί αντικείμενο νομίμου αξιώσεως του υπαλλήλου ή του τρίτου. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν αλλά και η συμπεριφορά του όπως αναπτύσσεται να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού, ο όρος «με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο» λογικά σημαίνει ότι η πράξη οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Ετσι μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή της βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι είτε αποκλειστικός τρόπος είτε πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή της βλάβης (ΑΠ 1402/2003 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού προέκυψε με σαφήνεια ότι ο α` κατηγορούμενος όντας υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ παρέβημεν αντικειμενικά τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και συγκεκριμένα ενώ ήταν Δήμαρχος προέβη στην πρόσληψη με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου των . . . . . . για το χρονικό διάστημα από 1.6.1999 μέχρι 31.1.2000 και του . . . . . . . από 28.8.1999 μέχρι 31.1.2000, πλην όμως οι ανωτέρω προσληφθέντες έγιναν από αμέλεια του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως άλλωστε καταθέτουν όλοι οι μάρτυρες και οι πολιτικώς ενάγοντες, και όχι από πρόθεση του να βλάψει τους πολιτικώς ενάγοντες και να προσπορίσει παράνομο όφελος στους προσληφθέντες. Συνεπώς, ελλείψει συνδρομής του απαραίτητου υποκειμενικού στοιχείου που θεμελιώνει την υπόσταση της νομοτυπικής μορφής της αξιόποινης πράξης του άρθρου 259 ΠΚ, πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξης αυτής.

Επίσης, από την εκτίμηση του ιδίου ως άνω αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι ο β` κατηγορούμενος . . . . . . όταν υπέβαλε προς την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου . . . . . . τις δύο υπεύθυνες δηλώσεις με τις οποίες βεβαίωνε ότι αφενός είχε εργασθεί ως οδηγός απορριμματοφόρου στην υπηρεσία του Δήμου. . . . . . από τις 1.8.1999 μέχρι τις 31.1.2000 και ότι ήταν άνεργος απότις 31.1.2000 αγνοούσε την ύπαρξη εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου με τον Δήμο . . . . . . καθώς το εργασιακό του καθεστώς με τον Δήμο ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αμφίβολο και αδιευκρίνιστο, γεγονός που τον οδήγησε σε άγνοια των πραγματικών περιστατικών όταν ταδήλωσε στις ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις, σε κάθε δε περίπτωση τα γεγονόταπου κατέθετε δεν ήταν ψευδή, εφόσον αυτός, αντικειμενικά και ουσιαστικάδεν απασχολούνταν στον Δήμο κατά το ανωτέρω χρονικά διάστημα που μεσολαβεί (1.2.2000 μέχρι 31.5.2000). Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης σ` αυτόν πράξης διότι είχε πεπλανημένη αίσθηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ανωτέρω αξιόποινη πράξη (άρθρο22 παρ. 6 του Ν. 1599/1986).

Επειδή από την ίδια παραπάνω αποδεικτική διαδικασία το Δικαστήριοδεν πείσθηκε ότι ο μηνυτής από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατάγγειλε τους κατηγορούμενους πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα και τέλητα οποία βαρύνουν το δημόσιο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους κατηγορούμενους : 1) ......... και 2) ........... κατ. Καβάλας.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτούς αθώους του ότι :

Α) Στις . . . . . . . Καβάλας ο πρώτος κατηγορούμενος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, εν γνώσει του παρέλειψε την άμεση καταμήνυση αναληθούς και ψευδούς δηλώσεως του άρθρου 8 του ν. 1599/86 (άρθρο 22 παρ. 7 του ν. 1599/1986). Συγκεκριμένα, ενώ ως Δήμαρχος του Δήμου . . . . . . . έλαβε γνώση των από 17.5.2000 δύο αναληθών και ψευδών αντίστοιχα υπευθύνων δηλώσεων του . . . . . . . και παρότι γνώριζε την αναλήθεια και το ψεύδος αυτών, εν γνώσει του παρέλειψε την καταμήνυση του ανωτέρω δηλώσαντος.

Β) Στις . . . . . . . Καβάλας και στις 17.5.2000, ο δεύτεροςκατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και συγκεκριμένα, εν γνώσει του απέκρυψε αληθινά γεγονότα και δήλωσε ψευδή γεγονότα αντίστοιχα σε δύο έγγραφες υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/86 (άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 1599/86). Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, προκειμένου να προσληφθεί ως οδηγός απορριμματοφόρου στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου . . . . . . ., συνάπτοντας με το Δήμο αυτό σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για χρονικό διασιημα 8 μηνών, υπέβαλε προς την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου δύο υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/86, των οποίων την υποβολή προέβλεπε το άρθρο 21 παρ. 11 του ν. 2170/94 και η από 26.4.2000 ανακοίνωση προσλήψεως προσωπικού του Δήμου, για την απόδειξη της ιδιότητας του ανέργου κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως και του είδους της απασχολήσεώς του το 12μηνο πριν την τελευταία ημέρα υποβολής των αιτήσεων, στις οποίες βεβαίωνε

α) ότι "είχε εργασθεί ως οδηγός, απορριμματοφόρου στην υπηρεσία του Δήμου . . . . . . από την 1.8.1999 μέχρι την 31.1.2000", αποκρύβοντας εν γνώσει του ότι είχε εργαστεί στην ανωτέρω υπηρεσία του Δήμου και κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2000 έως 31.5.2000, και

β) ότι "ήταν άνεργος από τις 31.1.2000", εν γνώσει του, για τον ανωτέρω λόγο, ψευδώς.

Για το λόγο αυτό δεν δικαιούταν να συμπεριληφθεί στους οικείους πίνακες κατατάξεως υποψηφίων και να υποβληθεί σε σ6γφιση με τους άλλους υπoψηφίους, ανεξάρτητα αν τελικώς ήταν διοριστέος κι αν ακόμη βεβαίωνε τα αληθή γεγονότα στις υπεύθυνες δηλώσεις, αφού η φύση αυτη (περί διορισμού του) προϋπόθετε υποβολή νομίμων δικαιολογητικών και βασιζόταν σε στοιχεία (τα προσόντα των συνυποψηφίων του) τα οποια αγνοουσε ο κατηγορουμενος κατά την υποβολή των δηλώσεών του.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε αμέσως στο ακροατήριο, σε δημόσια συνεδρίαση.

Καβάλα, 4.11.2004

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ-Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ